- διατοιχώ
- (Α διατοιχῶ, -έω)(για πλοίο) ταλαντεύομαι προς τη μια ή την άλλη πλευρά, παρακυλάω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατοίχηση — και διατοίχιση, η η ταλάντευση πλοίου που οφείλεται σε τρικυμία, παρακύλισμα, μπότζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διατοιχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
διατοιχίζω — [τοιχίζω] 1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο 2. μέσ. διατοιχίζομαι διατοιχώ … Dictionary of Greek
παρακυλώ — άω 1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ 2. κυλώ κάτι υπερβολικά 3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα,… … Dictionary of Greek